- ελκυστάζω
- ἑλκυστάζω (Α)σέρνω εδώ κι εκεί.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἑλκυστάζω — drag about pres subj act 1st sg ἑλκυστάζω drag about pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑλκυστάζειν — ἑλκυστάζω drag about pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑλκυστάζων — ἑλκυστάζω drag about pres part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑλκυστῶ — ἑλκυστάζω drag about fut ind act 1st sg (attic epic ionic) ἑλκυστός ductile masc/neut gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑλκυστῷ — ἑλκυστάζω drag about fut opt act 3rd sg ἑλκυστός ductile masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θαμιστικός — ή, ό [θαμίζω] γραμμ. φρ. «θαμιστικά ρήματα» τα παράγωγα ρήματα τής αρχαίας Ελληνικής που λήγουν σε άζω και έχουν την έννοια τής συχνής εκτέλεσης ή επανάληψης αυτού που σημαίνεται από το πρωτότυπο ρήμα (ῥίπτω ῥιπτάζω, ἡβῶ ἡβάζω, ἕλκω ἑλκυστάζω) … Dictionary of Greek
νευστάζω — (Α νευστάζω) 1. κλίνω το κεφάλι προς τα εμπρός και κάτω 2. κάνω νεύμα («ὀφρύσι νευστάζων», Ομ. Οδ.) 3. νυστάζω, ανεβοκατεβάζω το κεφάλι από τη νύστα αρχ. (για ζώα) χαμηλώνω τα κέρατα. [ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικό μεταρηματ. παράγωγο τού νεύω (πρβλ.… … Dictionary of Greek